καλικάντζαρος

καλικάντζαρος
lutin

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • καλικάντζαρος — και καλλικάντζαρος και καλιτσάγγαρος και καρκάντζαρος και καρτσάγγαρος, ο (λαογρ.) δαιμόνιο, κακό πνεύμα που σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία εμφανίζεται κατά το δωδεκαήμερο, δηλ. κατά το χρονικό διάστημα από τα Χριστούγεννα ώς τα Θεοφάνεια και… …   Dictionary of Greek

  • καλικάντζαρος — ο θηλ. ού και ίνα (λαογρ.), δαιμόνιο (κακό πνεύμα) που εμφανίζεται, όπως πιστεύει ο λαός, κατά το Δωδεκαήμερο, κακανθρώπισμα, τσιλικρωτό, παγανό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρκάντζαλος — ο και καρκαντζέλι, το καλικάντζαρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρικάντζαλος (με αντιμετάθεση τών λ ρ και σίγηση τού προτονικού ι ) < καλικάντζαρος] …   Dictionary of Greek

  • Fasoulis — (griechisch Φασουλής, auch Fasulis transkribiert) bezeichnet die komische Hauptfigur einer griechischen Form des Puppentheaters und auch diese Form des Puppentheaters. Etwa zur gleichen Zeit wie das Karagiozis Schattentheater aus dem… …   Deutsch Wikipedia

  • αναθεμάτος — ο 1. ο διάβολος, ως ο κατ’ εξοχήν άξιος αναθέματος 2. το δαιμόνιο καλικάντζαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από τη φράση ανάθεμά τον (πρβλ. «κάμε δουλειά καμουλειά καλειά, κακό χρόνο να χει κακοχράχει» κ.λπ.). Κατά τον Χατζιδάκι, το φαινόμενο αυτό,… …   Dictionary of Greek

  • καλλικάντζαρος — ο βλ. καλικάντζαρος …   Dictionary of Greek

  • κατσικάς — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 490 μ., 2.871 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 6 χλμ. Ν των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παμβώτιδος. * * * ο [κατσίκα] 1. κατσικάρης 2. καλικάντζαρος* …   Dictionary of Greek

  • κατσικοπόδαρος — η, ο 1. αυτός που έχει πόδια κατσίκας, τραγοπόδαρος 2. (σκωπτικός χαρακτηρισμός ανθρώπων) αυτός που έχει πολύ ισχνές κνήμες 3. το αρσ. ως ουσ. ο κατσικοπόδαρος α) ο καλικάντζαρος β) ο διάβολος 4. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο κατσικοπόδαρος, η… …   Dictionary of Greek

  • λυκοκάντζαρος — ο άλλη ονομασία τού καλικάντζαρου, η οποία επιχωριάζει στη Μεσσηνία και στην Κυνουρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συμφυρμό τών λέξεων λύκος και καλικάντζαρος ή κάνθαρος] …   Dictionary of Greek

  • σιφώτης — και σιβώτης, ο, Ν ο καλικάντζαρος …   Dictionary of Greek

  • κατσικοπόδαρος — η, ο 1. καλικάντζαρος. 2. σατανάς, διάβολος. 3. άνθρωπος που φέρνει κακοτυχία, γρουσούζης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”